οπτιμιστικός

οπτιμιστικός
-ή, -ό [οπτιμιστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οπτιμισμό ή στον οπτιμιστή
2. αισιόδοξος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”